Οι φρενήρεις ρυθμοί της ζωής μας και η γαλούχησή μας στον υπερκαταναλωτισμό έχουν σαν αποτέλεσμα στο να μην σταματάμε καθόλου με την έννοια της παύσης. Μια πολύ συχνή έκφραση που ακούω (και λέω) είναι το "δεν προλαβαίνω".
Το ακούω τόσο συχνά που σκέφτομαι πως αποτελεί πλέον μέρος της κουλτούρας μας. Η συνεχής κινητικότητα έχει σχετιστεί με την εξέλιξη αλλά είναι στα αλήθεια έτσι; Όσο γρήγορα κινούμαι, όσο δεν προλαβαίνω, όσο αγωνίζομαι να μην ξεχάσω εξελίσσομαι; Αλήθεια είναι πως έρχομαι πιο κοντά στους στόχους που έχω βάλει (ή μου έχουν βάλει) όμως απομακρύνομαι από εμένα τον ίδιο. Αναλώνομαι στο να κάνω και ξεχνάω το να είμαι.
Αντιλαμβάνομαι πόσο με έχω χάσει ίσως με αφορμή κάποιο αφυπνιστικό γεγονός (χωρισμός, αρρώστια, απώλεια, για το / τα παιδιά μου κ.ο.κ.) το οποίο αναγκαστικά με σταματά με αποτέλεσμα να επαναπροσδιορίσω τη στάση και την ευθύνη μου στη ζωή μου. Κάποιοι σε αυτό το στάδιο αποφασίζουν να αρχίσουν ψυχοθεραπεία.
Μια από τις πρώτες ερωτήσεις που εκφράζει ένας ψυχοθεραπευτής Γκεστάλτ είναι το "τι ή πως νιώθεις τώρα;". Για έναν θεραπευόμενο σε αρχικό στάδιο της θεραπείας αυτή η ερώτηση μπορεί να μοιάζει από απλοϊκή ως ξένη, ίσως και εκνευριστική ακόμα. Κάποιοι βιάζονται να απαντήσουν "καλά" χωρίς όμως το καλά να αποτελεί συναίσθημα. Άλλοι πάλι δηλώνουν ευθέως πως δεν κατανοούν την ερώτηση. Είναι απόλυτα φυσικό βεβαίως να μην είμαστε σε θέση να αναγνωρίσουμε τα συναισθήματά μας, εφόσον δεν έχουμε μάθει να είμαστε σε επαφή με αυτά και το τι μας συμβαίνει συναισθηματικά την κάθε στιγμή. Μας είναι δύσκολο να αναγνωρίσουμε την αγάπη, τη χαρά, τη λύπη, την έκπληξη, το φόβο, το θυμό που σαφώς εναλλάσσονται, έχουν διαβαθμίσεις και μπορούν να συνυπάρχουν ακόμα και τα αντίθετα μεταξύ τους.
Σε τι όμως χρησιμεύει σε έναν θεραπευτή Γκεστάλτ το να ρωτάει τι / πώς νιώθω;
Ένας θεραπευτής Γκεστάλτ δεν σας ρωτάει για να αντλήσει εκείνος πληροφορίες, ούτε για να σας τσεκάρει όπως ο δάσκαλος στο σχολείο, αλλά στέκεται δίπλα σας και είναι εκεί για να πάει όπου εσείς πάτε. Ο θεραπευτής Γκεστάλτ σας ρωτάει τι / πώς νιώθετε στη παρούσα στιγμή για να σας βοηθήσει να αναγνωρίσετε τα συναισθήματά σας και να φτάσετε σε έναν πολύ βασικό στόχο της θεραπείας Γκεστάλτ: την επίγνωση. Η επίγνωση οδηγεί στην αναγνώριση των αναγκών μου με απώτερο σκοπό τον αυτοπροσδιορισμό μου που αυξάνει τα επίπεδα της αυτογνωσίας μου.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η O'Leary (1995) "ο θεραπευτής επιδιώκει να επιταχύνει την επίγνωση των θεραπευόμενων, μέχρις ότου αφυπνιστεί η ευθύνη τους γι’ αυτό που σκέπτονται, αισθάνονται και κάνουν". Ακούγεται απλό αλλά δεν είναι. Το να ζούμε χωρίς επίγνωση του τι μας συμβαίνει είναι μια συνήθης κατάσταση στον δυτικό πολιτισμό.
Πολλοί από εμάς (δεν εξαιρώ τον εαυτό μου βεβαίως) κάναμε αυτό το ενδοσκοπικό ταξίδι προς τις αισθήσεις και τα συναισθήματα, βιώνοντάς το πολύ διαφορετικά ο καθένας και αποκτώντας πολλές εμπειρίες και γνώσεις για τον εαυτό.
Η επίγνωση με βοηθά να παρατηρώ, να μαθαίνω, να βλέπω και να βιώνω τον εαυτό μου όχι με τα μάτια του μυαλού, αλλά με τα μάτια της ψυχής, τα οποία έχουν να μου προσφέρουν αγάπη, κατανόηση, υπομονή και ένα σωρό όμορφα συναισθήματα για τον εαυτό μου, τον οποίο αν αγαπήσω έστω και λίγο περισσότερο θα μπορώ να σχετιστώ πιο αυθεντικά και με τους άλλους ανθρώπους.
Comments