Υπάρχουν αρκετοί ψυχολογικοί μηχανισμοί που χρησιμοποιούμε με σκοπό να διατηρήσουμε «ζωντανές» τις μισοτελειωμένες υποθέσεις από το παρελθόν μας, στερώντας συχνά από τον εαυτό μας την απόλαυση και εμποδίζοντας την καλή επαφή με τους γύρω μας. Αυτοί οι μηχανισμοί είναι πράξεις προσαρμογής και επιβίωσης όταν χρησιμοποιούνται προσωρινά και από επιλογή, μπορεί όμως να γίνουν νευρωτικοί όταν χρησιμοποιούνται χρόνια και χωρίς επίγνωση.
Ας ξεκινήσουμε με το τι είναι η αναστροφή...
Πρόκειται για μια λειτουργία κατά την οποία το άτομο στρέφει προς τον εαυτό του τις δράσεις εκείνες που θα ήθελε να κατευθύνει σε κάποιον άλλον ή κάνει στον εαυτό του αυτό που θα ήθελε να του κάνει κάποιος άλλος. Ετοιμολογικά η λέξη αναστροφή σημαίνει, στρέφω πίσω ενώ η ψυχολογική έννοια της λέξης αναφέρεται στην απότομη στροφή προς τον εαυτό, δηλαδή προς τα μέσα. Αντί δηλαδή το άτομο να εμπλέκεται δημιουργικά με το περιβάλλον του και να διοχετεύει την ενέργειά του προς τα έξω, κατευθύνει την δράση προς τον εαυτό του. Το άτομο λοιπόν διαχωρίζει την προσωπικότητά του σε παρατηρητή και παρατηρούμενο (Polster & Polster, 1974).
Πως ξεκινά όμως η αναστροφή και πως παγιώνεται ;
Ας υποθέσουμε πως ένα παιδί μεγαλώνει μέσα σε ένα οικογενειακό περιβάλλον που οι γονείς παρότι δεν εκδηλώνουν επιθετικότητα απέναντί του, είναι παθητικοί απέναντι του. Όταν κλαίει κανείς δεν το καθησυχάζει για να συνέλθει. Το παιδί σύντομα μαθαίνει να κανακεύει μόνο του τον εαυτό του και σταματά να ζητά φροντίδα από τους άλλους. Οι ματαιώσεις αυτές που δέχτηκε το παιδί το δίδαξαν να κρατά πίσω τις ανάγκες του, ώστε να μην τιμωρηθεί ή αγνοηθεί ξανά και έτσι σιγά σιγά τις απωθεί.
Ως εκ τούτου ένα μέρος της ενέργειας καθώς το παιδί μεγαλώνει συνεχίζει να προσπαθεί προς την αρχική, ανικανοποίητη επιθυμία του ενώ το άλλο μέρος έχει αναστραφεί προκειμένου να την κρατά υπό έλεγχο. Αργότερα λοιπόν ως ενήλικας το ίδιο άτομο παίρνει στον εαυτό του τα καλύτερα ρούχα και ετοιμάζει για τον εαυτό του φαγητό με τα καλύτερα και ακριβότερα υλικά. Όλη αυτή η αγάπη προς τον εαυτό ενισχύει την βασική του πεποίθηση «οι γονείς μου ποτέ δεν θα μου δώσουν προσοχή». Αυτό που δεν έχει αφήσει τον εαυτό του να καταλάβει είναι ότι έχει ταυτίσει αυτήν την ιδέα με το ότι «κανείς δεν πρόκειται να μου δώσει προσοχή» και το άτομο καταφεύγει στο «άρα πρέπει να προσφέρω φροντίδα εγώ στον εαυτό μου».
Χαρακτηριστικό είναι πως ο θυμός, τα χτυπήματα , τα ουρλιαχτά που κατ’ εξακολούθηση καταπνίγονται στην παιδική ηλικία, εδραιώνουν την αντίληψη στο παιδί «δεν πρέπει να θυμώνω με τους άλλους», με αποτέλεσμα το άτομο να γυρνά τον θυμό πίσω στον εαυτό του.
Γενικότερα τα μέλη της οικογένειας που αναστρέφουν διοχετεύουν, την ενέργεια, την επιθετικότητα, τις απορίες τους ο καθένας στον εαυτό του. Δεν υπάρχει μεταξύ τους οικειότητα και επικοινωνία αλλά μυστικοπάθεια.
Πότε είναι χρήσιμη η αναστροφή και πότε παρεμποδίζει το άτομο να ζήσει μια αυθόρμητη και ευτυχισμένη ζωή ;
Στις περιπτώσεις που αισθανόμαστε ότι οι προσπάθειες μας για επαφή με το περιβάλλον μας και τους άλλους ανθρώπους θα πετύχουν, αντιμετωπίζουμε αυτές τις ευκαιρίες με όρεξη και αυτοπεποίθηση. Αν όμως οι προσπάθειές μας αυτές δεν αποδίδουν δημιουργείται απογοήτευση, θυμός και ένα σωρό άλλα αρνητικά συναισθήματα. Έτσι μέσω της αναστροφής διοχετεύουμε την ενέργειά μας προς τον εαυτό μας και εγκαταλείπουμε κάθε προσπάθεια επηρεασμού του περιβάλλοντός μας ώστε να ικανοποιήσουμε τις ανάγκες μας. Γινόμαστε ο χειρότερος εχθρός του εαυτού μας!
Υπάρχει μέσα μας δηλαδή μια μόνιμη εσωτερική διαμάχη και έτσι ο εαυτός είναι είτε άγγελος, είτε τέρας. Φυσικά υπάρχουν και περιπτώσεις που το να κρατάμε πίσω είναι αναγκαίο ακόμα και σωτήριο, γι’ αυτό δεν πρέπει να βιαστούμε να ελευθερώσουμε τις αναστολές αφιλτράριστα. Για παράδειγμα όπως όταν κρατάμε την αναπνοή μας κάτω από το νερό ή όταν βρισκόμαστε σε μια επαγγελματική συνάντηση και αισθανόμαστε πείνα, γνωρίζοντας πως δε μπορούμε να διακόψουμε εκείνη ακριβώς την στιγμή, κρατάμε πίσω την ανάγκη μας και τρώμε αργότερα με την πρώτη ευκαιρία. Σε τέτοιες περιπτώσεις η αναστροφή είναι χρήσιμη και λαμβάνεται σαν επείγον μέτρο ασφαλείας και όχι σαν αδιέξοδο που έχει διεισδύσει στην προσωπικότητα.
Ποια είναι όμως τα επίπεδα της αναστροφής ;
Στην λειτουργική αναστροφή (1ο επίπεδο) το άτομο έχει δηλαδή επίγνωση τόσο του ότι αναστρέφει, όσο και γιατί το κάνει. Για παράδειγμα η μητέρα στη διάρκεια ενός καυγά με το παιδί της, σφίγγει τις γροθιές της ώστε να μην το χτυπήσει.
Μερικά παραδείγματα λειτουργικής αναστροφής:
Ο αυτοσαρκασμός, αποτελεί δείγμα προηγμένου χιούμορ, όπου το άτομο μιλά για τον εαυτό του και μπορεί να πάρει απόσταση και να δει την ασυνέπεια και τον παραλογισμό της συμπεριφοράς του. Χωρίζει τον εαυτό του σε αυτόν που δέχεται το πείραγμα, που ενίοτε είναι αιχμηρή κριτική και σε αυτόν που την ασκεί.
Η σκέψη, είναι ένας υγιής και χρήσιμος τρόπος αναστροφής αφού συνήθως λειτουργεί θετικά όταν το άτομα επιθυμεί να πάρει αποφάσεις για σημαντικά ζητήματα της ζωής του (επιλογή συντρόφου, καριέρας) ή και για λιγότερο σημαντικές, συζητώντας με τον εαυτό του.
Η σωματική άσκηση, όπου πιέζουμε τον εαυτό μας να ολοκληρώσει την άσκηση παρότι νιώθουμε κόπωση ή και πόνο.
Η ενδοσκόπηση, είναι η διαδικασία που στρέφω εντός μου, όλη μου την προσοχή. Είναι μια διαδικασία αυτοπαρατήρησης σε βάθος, όπου εντοπίζουμε τα κρυμμένα μας συναισθήματα και φτάνουμε σε ανομολόγητες σκέψεις και πεποιθήσεις μας. Δεν μιλάμε στον εαυτό μας σαν να είμαστε κάποιος εκφωνητής αλλά παρατηρούμε σιωπηλά σαν να είμαστε ένας ουδέτερος παρατηρητής. Η σχάση αυτή του εαυτού δεν είναι ζημιογόνος αλλά ευεργετική αφού μας βοηθά να φτάσουμε στην αυτοεπίγνωση.
Αντίθετα στην δυσλειτουργική αναστροφή (2ο επίπεδο) το άτομο έχοντας απορροφήσει τα «πρέπει» του περιβάλλοντος του, απαγορεύει στον εαυτό του την κάλυψη των αναγκών του, καταλήγοντας να ξεχνά την ανάγκη του αυτή. Μιλάμε δηλαδή για καταπίεση, αφού το άτομο δεν έχει επίγνωση οτί κρατά κάτι πίσω, ούτε τι είναι αυτό τι (αντιδράσεις, συναισθήματα κτλ). Εδώ λοιπόν η αναστροφή έχει γίνει συνήθεια, μοτίβο και το άτομο αγνοεί την ύπαρξή της και γι’ αυτό τον λόγο κατατάσσεται στις νευρώσεις.
Μερικά παραδείγματα δυσλειτουργικής αναστροφής:
Τα ψυχοσωματικά συμπτώματα με την έκφραση του πόνου. Μέσω αυτής της διαδικασίας ο οργανισμός επιζητεί την προσοχή, οι μύες κινητοποιούνται αλλά η ενέργεια δεν διοχετεύεται πουθενά εξωτερικά, δημιουργώντας ένταση και χρόνιο πόνο.Το τρίξιμο των δοντιών, η ένταση σε ώμους και αυχένα, το στρυφνό και ακίνητο σαγόνι, οι ψυχογενείς πονοκέφαλοι λόγω αποφυγής κλάματος είναι αποτέλεσμα της ασυνείδητης λογοκρισίας της μίας πλευράς του εαυτού.
H αυτό-λύπηση, όπου το άτομο ασκεί σκληρή εσωτερική κριτική, δε ζητά και δεν παίρνει βοήθεια από τους άλλους και επικεντρώνεται στις αποτυχίες του. Έτσι δεν αναλαμβάνει την προσωπική του ευθύνη, βιώνει αγωνία, θυμό, μοναξιά και ένα μόνιμο αίσθημα ανταγωνισμού που οδηγεί σε τελειομανία μέσω της οποίας επιβεβαιώνεται η ανεπάρκεια του εαυτού.
Ο αυτοέλεγχος, είναι μια πολύπλοκη δεξιότητα όπου το άτομο ρυθμίζει την συμπεριφορά του βασιζόμενο σε κάποιο κανόνα, αξία ή ιδανικό και απαιτεί το άτομο να καταπολεμήσει μια πολύ δυνατή παρόρμηση και να συμπεριφερθεί με τρόπο κοινωνικά αποδεκτό. Μέσω της αυτοσυγκράτησης το άτομο με τις αντιδράσεις και τις πράξεις του προσπαθεί να δαμάσει τα συναισθήματα και τα πάθη του και να αποτρέψει παραλείψεις και λάθη που θα επιφέρουν την αποδοκιμασία. Στην ακραία του μορφή ο αυτοέλεγχος οδηγεί σε ψυχαναγκαστική νεύρωση. Το άτομο μπορεί να είναι πολύ αποδοτικό και οργανωτικό αλλά θέτει άκαμπτους στόχους, σπαταλά πολύ χρόνο στο να πάρει αποφάσεις και παραμελεί τα υπόλοιπα ενδιαφέροντά του.
Η ψυχογενής βουλιμία, είναι μια διαταραχή πρόσληψης τροφής όπου η επεισοδιακή υπερφαγία ακολουθείται από δυσβάσταχτες ενοχές. Τα άτομα αυτά έχουν χαμηλή αυτοπεποίθηση και τείνουν να αναγάγουν την ευτυχία και την επιτυχία τους στην ζωή στην σωματική τους εικόνα, η οποία τυπικά δεν τους ικανοποιεί. Συχνά στην παιδική ηλικία τους έχουν μάθει να χρησιμοποιούν το φαγητό για να τιθασεύουν το άγχος, ενώ στην ενήλικη ζωή σε περιόδους έντονου στρες καταφεύγουν σε βουλιμικά επεισόδια για να αποσπαστούν από τα προβλήματα τους. Στη βουλιμία η αναστροφική συμπεριφορά υπάρχει καθώς το άτομο επιθυμεί να βλάψει και να τιμωρήσει τον εαυτό του. Το άτομο έχει συχνά αισθήματα ακραίας ντροπής και ενοχής για την συμπεριφορά του.
Η αναστροφή συνεπώς είναι υγιής όταν για το δικό μας καλό και με δική μας επιλογή αποφασίζουμε να προσαρμόσουμε τον εαυτό μας στις απαιτήσεις του περιβάλλοντος και γίνεται παθολογική όταν μας ξεχνάμε και προσαρμοζόμαστε άκριτα ή ασυνείδητα στις απαιτήσεις των άλλων. Ως ενήλικες λοιπόν αξίζει μια προσπάθεια να πάρουμε αυτό που θέλουμε από το περιβάλλον. Δεν είμαστε πλέον παιδιά, είμαστε μεγαλύτεροι, είμαστε μεγαλύτεροι, με περισσότερες ευκαιρίες και ακόμα περισσότερες δυνατότητες. Η κατάσταση έχει αλλάξει!
Η αναστροφική συμπεριφορά παρότι δυνητικά μπορεί να οδηγήσει σε παθολογία, είναι αναγκαία καθώς εμποδίζει την ανάπτυξη αντικοινωνικής συμπεριφοράς που θα είχε ως συνέπεια την αναρχία, την έλλειψη επιφυλακτικότητας και για το χάος για τους ανθρώπους. Χωρίς την ικανότητα να συγκρατούμε τις παρορμήσεις μας, η κοινωνία μας θα είχε αποδομηθεί (Μann, 2010).
Στην διάρκεια της ψυχοθεραπείας όπου το άτομο αντιστρέφει την αναστροφή, νιώθει φόβο και ενοχή καθώς αυτό που έχει αναστρέψει είναι εχθρικά συναισθήματα. Τα συναισθήματα αυτά δεν δημιουργούνται στην διάρκεια της θεραπείας αλλά υπήρχαν πάντα και κατευθύνονταν είτε εναντίον του ίδιου του εαυτού, είτε σε λάθος πρόσωπα ή αντικείμενα.
Σημαντικό είναι το άτομο να αναγνωρίσει τον τύπο συμπεριφοράς που αναστρέφει και τον ρόλο που παίζει αυτό στις διαπροσωπικές του σχέσεις και εν συνεχεία να ζητά πράγματα από τους γύρω του, όπως τα απαιτεί από τον εαυτό του (Polster, 1974). Η ψυχοθεραπεία λοιπόν μας βοηθά να αποκτήσουμε επίγνωση αυτής της συχνά ασυνείδητης διαδικασίας, να αναγνωρίσουμε αυτή την μπλοκαρισμένη παρόρμηση που συνηθίζαμε επιμελώς να καταστέλλουμε και εκφράζοντας τις ανάγκες μας να ζούμε πιο αυθεντικά.
Comments